-
1 σποδέω
σποδέω, eigtl. die Asche od. den Staub abkehren, abstäuben, abklopfen, übh. abtreiben, wegnehmen u. dgl.; Aesch. sagt στρατοῠ καμόντος καὶ κακῶς σποδουμένου, das übel zugerichtete, aufgeriebene Heer, Ag. 656; σποδο ύμενος κάρη πρὸς πέτρας, mit dem Kopfe gegen die Felsen geschlagen, Eur. Hipp. 1238; Ar. vrbdt κἄπειτ' ἔφλα με κἀσπόδει κἄπνιγε, Nubb. 1376; ὁμοϑυμαδὸν σποδεῖν ἅπαντας τοὺς ἀλαζόνας δοκεῖ, Av. 1016, Schol. συντρίβειν; Lys. 336 Ran. 661 u. öfter; auch pass., νεανίσκοι ὅσοι πλεῖστα σποδοῠνται, Eccl. 113, Schol. κινοῠνται; auch im obscönen Sinne = βινέω, Eccl. 908, vgl. Thesm. 492 u. Luc. catapl. 12. – Cratin. bei Ath. XI, 494 c sagt συντρίψω γὰρ αὐτοῠ τοὺς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν.
-
2 συγ-κεραυνόω
συγ-κεραυνόω, zusammendonnern, δρυΐνους συγ-κεραυνοῠσαι κλάδους, Eur. Bacch. 1101; betäuben, οἴνῳ φρένας συγκεραυνωϑείς, Archil. 38; καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν, Cratin. bei Ath. XI, 494 c, ich will sie zerschmettern, wie der Donner.
-
3 σποδέω
A pound, smite, crush,τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν Cratin.187
, cf. Ar.Nu. 1376, Ra. 662, Av. 1016;σ. τοῖς κονδύλοις Id.Lys. 366
, cf. ἀπο-, κατα-σποδέω:—[voice] Pass., νιφάδι.. σποδούμενος pelted by the storm, E.Andr. 1129; σ. πρὸς πέτρας dashed against the rocks, Id.Hipp. 1238: abs., στρατὸς κακῶς ς. handled roughly, in sorry plight, A.Ag. 670. -
4 συγκεραυνόω
συγ-κεραυνόω, zusammendonnern; betäuben; καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν, ich will sie zerschmettern, wie der Donner
См. также в других словарях:
σποδώ — έω, Α 1. κοπανίζω, συντρίβω (α. «τί δ , ἢν σποδῶ τοῑς κονδύλοις, τί μ ἐργάσει τὸ δεινόν;» Αριστοφ. β. «συντρίψω γὰρ αὐτοῡ τὰς χόας, καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν», Κρατίν.) 2. μτφ. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι παράνομα… … Dictionary of Greek